ἐπιτεταγμένως

ἐπιτεταγμένως
ἐπιτάσσω
put upon
perf part mp masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιτεταγμένως — ἐπιτεταγμένως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. τού παθ. παρακμ. τού επιτάσσω) με την επιβαλλόμενη τάξη και μέθοδο, όπως πρέπει, όπως αρμόζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”